Τι σημαίνει ”Ανάλωση Κεφαλαίου”;

Τι σημαίνει ανάλωση κεφαλαίου; Κάθε χρόνο παράγουμε ένα εισόδημα (μισθοί, ατομική επιχείρηση, ενοίκια κλπ.) έστω 10.000€ .Την ίδια στιγμή υπάρχουν έξοδα. Όμως τα έξοδα που λαμβάνουμε υπόψη φορολογικά δεν είναι αυτά που πραγματικά κάνουμε, ευτυχώς, αλλά συνήθως λιγότερα, τα λεγόμενα τεκμήρια. Τεκμήρια είναι μία λίστα πραγμάτων, τα οποία αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη αξία για την χρήση και την κατοχή τους. Επομένως με βάση αυτά, το κράτος υπολογίζει το ελάχιστο εισόδημα με το οποίο ζει κάποιος. Δηλαδή, 1ο το τεκμήριο σπιτιού (ιδιόκτητο ή μισθωμένο) ότι μένουμε σε ένα σπίτι και αυτό έχει έξοδα (π.χ. ρεύμα, νερό) υπάρχει κλίμακα ανάλογα με τα τ.μ. και την περιοχή. Συνήθως για 12 μήνες ένας μέσος όρος είναι περίπου 1.800€. 2ον το αυτοκίνητο, για να έχει κάποιος αυτοκίνητο σημαίνει ότι πληρώνει ασφάλεια, τέλη κυκλοφορίας, ΚΤΕΟ κλπ. Πάλι με πίνακα υπολογίζεται το τεκμήριο του αυτοκινήτου. Ένας μέσος όρος θα μπορούμε να πούμε ότι είναι 2.000€.
Μία 3η περίπτωση που υπολογίζεται σε όλους είναι το τεκμήριο διαβίωσης, δηλαδή για το φαγητό. Αυτό είναι 3000€ (ανάλογα σε ποια χρονιά αναφερόμαστε). Όλα τα έξοδα που θεωρούνται τεκμήρια βρίσκονται στον πίνακα 5 της φορολογικής δήλωσης. Επομένως εάν προσθέσουμε τα τεκμήρια στην παραπάνω περίπτωση αυτά είναι 6.800€. Άρα τη χρονιά Χ, έστω εισόδημα 10.000€-6.800€=3.200€, «περισσεύουν» φορολογικά στο κουμπαρά για χρήση την/τις επόμενες χρονιές. Άσχετο με τις ηλεκτρονικές αποδείξεις.
Έστω την Ψ χρονιά αγοράζουμε ένα αυτοκίνητο 20.000€,εκείνη την χρονιά έχουμε μικρότερο εισόδημα, έστω 12.000€. Τότε κάνουμε ΑΝΑΛΩΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ, δηλαδή καταναλώνουμε/χρησιμοποιούμε χρήματα προηγούμενων ετών. Ποιο ποσό; Τα 3.200€ της χρονιάς Χ ,που υπολογίσαμε προηγουμένως, όχι το συνολικό εισόδημά. Δηλαδή για κάθε χρονιά υπολογίζουμε εισόδημα-τεκμήρια και ότι περισσεύει χρησιμοποιείται για την ανάλωση της αγοράς. Επομένως αντλούμε όσα χρήματα υπολείπονται των 20.000€, δηλαδή 8.000€ από όσες χρονιές χρειάζεται, συνήθως μέχρι 10 έτη επιτρέπεται. Εάν αυτό το ποσό δεν καλύπτεται υπολογίζεται φόρος για τη διαφορά.
Η ανάλωση κεφαλαίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί και όταν κάποια χρονιά έχουμε μειωμένο εισόδημα και τα τεκμήρια είναι μεγαλύτερα. Δηλαδή “υποστηρίζουμε” ότι ζήσαμε με χρήματα παλαιότερων ετών την τωρινή χρονιά. Αυτό σημαίνει φορολογικά ‘ανάλωση κεφαλαίου’.

Η σχέση της φορολογικής δήλωσης με τα επιδόματα

Τα τελευταία 7 χρόνια υπάρχει πληθώρα επιδομάτων για διαφορετικούς λόγους.
Ποια η σχέση τους με την φορολογική δήλωση; Όταν γίνεται η φορολογική δήλωση συχνά ορισμένοι δηλώνουν «φιλοξενούμενους» παραδείγματος χάρη τα ενήλικα παιδιά τους. Παρότι είναι ενήλικες και μπορεί να μένουν αλλού ή ακόμα και στο ίδιο σπίτι. Όλα καλά έως εδώ.
Έρχεται η ώρα παραδείγματος χάρη της αίτησης για το επίδομα ΚΕΑ, εκεί το σύστημα λαμβάνει υπόψη το συνολικό εισόδημα όλων όσων διαμένουν στο σπίτι, στο νοικοκυριό και με βάση το άθροισμα αυτών, εγκρίνεται ή όχι! Τότε βλέπουμε τον ίδιο πελάτη να έρχεται φουριόζος, θυμωμένος γιατί μπήκε ο γιός/η κόρη του ως φιλοξενούμενος καθώς τώρα χάνει το επίδομα.
Άλλο ένα παράδειγμα είναι η αγορά κατοικίας. Κάθε χρόνο το άγχος των περισσότερων, είναι η χαμηλή φορολογία. Επομένως εάν τα τεκμήρια είναι παραπάνω από το πραγματικό εισόδημα, προκύπτει φόρος. Πώς αντιμετωπίζεται αυτό; Με την ανάλωση κεφαλαίου. Όλα καλά δηλαδή. Έστω ότι αυτό επαναλαμβάνεται για 3-4 χρόνια και έρχεται ο πελάτης να αγοράσει ένα ακίνητο. Στη φορολογική δήλωση θα δηλωθεί η αγορά πχ. 30.000€ που βρέθηκαν όμως αυτά τα χρήματα; Εάν η ανάλωση έχει εξαντληθεί τα προηγούμενα χρόνια για αποφυγή της φορολογίας, τότε θα προκύψει φόρος τώρα.
Συμπέρασμα η φορολογική δήλωση είναι η βάση όλης της οικονομικής ζωής όλων των φυσικών προσώπων. Δεν είναι απλά μια δήλωση. Όλα τα επιδόματα επηρεάζονται από αυτήν. Χρειάζεται στρατηγική σκέψη, ανάλογα με τους στόχους της επόμενης χρονιάς. Από αυτήν αντλούνται όλα τα στοιχεία για όλα τα είδη των επιδομάτων, για αγοροπωλησία ακίνητης περιουσίας, καθώς και για την ανανέωση της άδειας παραμονής.

Η σημασία ενός λογιστή – φοροτεχνικού συμβούλου

Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται «τον λογιστή» ως κάποιος που συμπληρώνει κουτάκια μια φορά το χρόνο για την φορολογική δήλωση ή/και για την αποστολή ΦΠΑ. Η πραγματικότητα απέχει πολύ όμως από την εικόνα του καταχωρητή. Ο λογιστής πρέπει να είναι για κάθε άτομο ο επαγγελματίας των φορολογικών - λογιστικών θεμάτων του στο σύνολο των δραστηριοτήτων του.

Ένα παράδειγμα που αποδεικνύει τη σημαντικότητα της συμβουλής του είναι η αγορά ενός σπιτιού που μπορεί να οδηγήσει σε υψηλή φορολόγηση από λάθος, λόγω τεκμηρίων. Η κανονική δουλειά είναι να γίνει ανάλυση εισοδημάτων των προηγούμενων ετών (ανάλωση κεφαλαίου) πέρα των τωρινών, για ποιον είναι η αγορά, για τον ίδιο ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας, ποιος ο σκοπός αυτής της αγορά και να προτείνει πως θα είναι φορολογικά σωστό, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του φυσικού προσώπου. Για να προβεί όμως ο επαγγελματίας λογιστής σε αυτή την ανάλυση χρειάζεται να το ζητήσει ο πελάτης εξαρχής και όχι απλά να του δώσει ένα συμβόλαιο μετά την αγορά για να φτιάξει το Ε9.

Η δουλειά του επαγγελματία λογιστή είναι να γνωρίζει την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας. Να μπορεί να λάβει υπόψη όλα τα δεδομένα μιας επιχείρησης, όπως ιδιαιτερότητες κλάδου, στόχους, χρόνια έναρξης, τζίρος, τοποθεσία, κουλτούρα μετόχων, να καταλάβει τις ανάγκες της επιχείρησης και πως όλα αυτά συνδέονται με την εκάστοτε νομοθεσία και τότε να προτείνει λύσεις. Οι λύσεις όμως και πάλι για να δοθούν χρειάζεται να υπάρχει μηνιαία επικοινωνία τουλάχιστον, πέρα των τυπικών διαδικασιών (π.χ μισθοδοσία, ΦΠΑ) με σκοπό την οικονομική ανάλυση της επιχείρησης και των φορολογικών της αναγκών. Αυτή είναι η παροχή υπηρεσιών που είναι αναγκαίος ο επαγγελματίας λογιστής – σύμβουλος και χρειάζεται να απευθύνετε σε αυτόν κάθε ιδιώτης και επιχείρηση, για αυτό άλλωστε χρήζει άδειας από το οικονομικό επιμελητήριο με τις αντίστοιχες αμοιβές. Η εμπειρία και η γνώση των λογιστών πέρα από εξειδικευμένη στην αντίστοιχη νομοθεσία είναι και σφαιρική, λόγω επαφής με διαφορετικούς κλάδους, αυτή τον καθιστά και απαραίτητο.